- πολλοστημόριος
- -ο / πολλοστημόριος, -ον, ΝΑτο ουδ. ως ουσ. το πολλοστημόριο(ν)το ελάχιστο, το μικρότατο μέρος ενός όλου («οὐδὲ πολλοστημόριον τοῡτο ὧν σε δεῑ παθεῑν», Λουκιαν.)αρχ.ο πολλές φορές μικρότερος («πολλαπλάσιον ἤ πολλοστημόριον τοῡ πρότερον», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολλοστός + μόριον (πρβλ. δεκατη-μόριον, τεταρτη-μόριον].
Dictionary of Greek. 2013.